- καρδιολόγος
- ογιατρός ειδικός για τα καρδιακά νοσήματα: Θέλει να γίνει καρδιολόγος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρδιολόγος — ο ιατρ. 1. αυτός που εξετάζει ή μελετά την ανατομία, τη φυσιολογία και την παθολογία τής καρδιάς 2. γιατρός ειδικός στην καρδιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cardiologue < cardio (πρβλ. καρδι[ο] *) + logue (πρβλ. λόγος < λόγος… … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής … Dictionary of Greek
Ντε Νίρο, Ρόμπερτ — (Robert De Niro, Νέα Υόρκη 1943 –). Αμερικανός ηθοποιός σκηνοθέτης και παραγωγός. Ενας από τους πλέον χαρισματικούς ερμηνευτές και αναμφίβολα μέσα στους κορυφαίους του 20ού αι. Ο μοναδικός που στα μάτια κοινού και κριτικών μπορεί άνετα να… … Dictionary of Greek
επίσκεψη — η 1. το να πηγαίνει κάποιος κάπου για να παρατηρήσει, να εξετάσει ή να θαυμάσει κάτι: Επίσκεψη στην Ακρόπολη. 2. η προσέλευση κάποιου στο σπίτι γνωστού του για χαιρετισμό, ευχές, συλλυπητήρια κτλ. 3. η μετάβαση γιατρού σε κάποιον άρρωστο για… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)